προστυχοδουλειά

προστυχοδουλειά
η
κακής ποιότητας εργασία, πρόστυχη πράξη, προστυχιά: Μου έκανε προστυχοδουλειά στα έπιπλα. – Καταγίνεται με προστυχοδουλειές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προστυχοδουλειά — η, Ν 1. δουλειά κακής ποιότητας 2. πρόστυχη πράξη, προστυχιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”